Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

θέρμαι

Ή πως ένα αστικό κενό μετατρέπεται σε ένα "περιφραγμένο" ιδιωτικό χώρο.

Αν και αφορά την τοπική κοινωνία της Ρόδου, όπου και το τελευταίο δίμηνο-τρίμηνο αποτελεί σχεδόν καθημερικό πρωτοσέλιδο στις τοπικές εφημερίδες -αν εξαιρέσει κανείς την εβδομάδα της φωτιάς στη ν. Ρόδο- στην ουσία αποτελεί μία παρατήρηση που πιθανώς μπορεί να απαντηθεί και σε άλλες πόλεις όταν οι τοπικές εξουσίες βρίσκουν λύσεις, τις οποίες προτείνουν και εφαρμόζουν, χωρίς πιθανώς να έχει γίνει η απαραίτητη μελέτη, ή να έχουν εξεταστεί πλήθος εναλλακτικών, κοιτώντας συχνά μόνο οικονομικά οφέλη.

Χωρίς να σχολιαστούν οι -τοπικές- πολιτικές προεκτάσεις του ζητήματος, οι οποίες αναμφίβολα είναι πολλές και ιδιαίτερα σημαντικές, επιλέγεται να σχολιαστούν τα όσα σχετίζονται με τον, μέχρι ένα σημείο, δικό μου τομέα και που, αν μη τι άλλο, έχουν σαφείς -γενικές- πολιτικές προεκτάσεις.

Αφενός, λοιπόν, έχουμε την ύπαρξη ενός πρώην ιδιωτικού χώρου -πισίνα και αυλή του ξενοδοχείου Θέρμαι- και νυν αστικού κενού και σκουπιδότοπου στο κέντρο της πόλης, ανάμεσα σε τρεις βασικούς οδικούς άξονες και πολύ κοντά σε μνημεία και τοπόσημα αυτής. Αφετέρου έχουμε την προσπάθεια αξιοποίησης αυτού του χώρου, την μετατροπή του από αστικό κενό σε κάτι άλλο, που δεν ορίζεται, από κάποια δημόσια τοπική αρχή, με κανέναν άλλο τρόπο -αρχιτεκτονικό, πολεοδομικό ή μη- εκτός από την οικονομική του αξία. Τα πάντα έχουν μία τιμή και αυτή, λοιπόν, είναι αρκετή για να τα χαρακτηρίσει, να τα προσδιορίσει, να τους δώσει υπόσταση.

Η προσπάθεια αξιοποίησης του χώρου κρίνεται κατ'αρχήν σίγουρα θετική, κανένας δεν θέλει ένα αστικό κενό στην πόλη του. Από εκεί και πέρα όλα κρίνονται λάθος.

Η ουσία της παρατήρησής μου έγκειται στο γεγονός της ιδιωτικοποίησης του εν λόγω χώρου -που σε καμία περίπτωση δεν έχει αμελητέα έκταση- και κυρίως στην παραχώρηση αυτού σε έναν μόνο ενδιαφερόμενο. Το μέγεθος και η θέση του οικοπέδου μέσα στην πόλη, του δίνουν από μόνα τους το χαρακτήρα πλατείας. Η μη ύπαρξη οποιουδήποτε κτίσματος με κάποια σημαντική λειτουργία -τουλάχιστον όσο θυμάμαι- μέσα στα όρια του οικοπέδου -αν εξαιρέσει κανείς το περίπτερο που βρίσκεται στη γωνία-, ενισχύει την άποψη αυτή.

Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει πως ανέκαθεν ο χώρος ήταν ιδιωτικός -δεν γνωρίζω άλλωστε πως ήταν το οικόπεδο όταν η πισίνα είχε νερό και η αυλή ήταν γεμάτη κόσμο, πιθανώς τους πελάτες του ξενοδοχείου- και άρα αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια με ένα κενό 20 (;) χρόνων. Το θέμα όμως είναι πως οι πόλεις αλλάζουν, εξελίσσονται. Όπως το Θέρμαι έχει πάψει προ πολλού να είναι ξενοδοχείο, έτσι κ ο χώρος μπροστά του έχει σχεδόν αποποιηθεί τον χαρακτήρα του ιδιωτικού.

Είχε, λοιπόν, η αρμόδια αρχή τη δυνατότητα -αν όχι την υποχρέωση- να διαχειριστεί το χώρο με την ιδιότητα που έχει πλέον αποκτήσει, αν όχι στο σύνολό του, τουλάχιστον σε κάποιο κομμάτι του.

Η ιδιωτικοποίηση θα μπορούσε, και πάλι να αποτελέσει βήμα προόδου από το αστικό κενό που ήταν πριν το οικόπεδο, αν γινόταν κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις και κυρίως αν δεν αφορούσε μόνο μία εταιρεία. Με το να παραχωρείται το οικόπεδο σαν σύνολο σε ένα και μοναδικό ενδιαφερόμενο, σημαίνει πως ο τελευταίος μπορεί να το εκμεταλλευτεί με όποιο τρόπο θέλει -ακολουθώντας ή όχι τον νόμο-. Θα μπορούσε, λοιπόν, να κτίσει περιμετρικά του οικοπέδου έναν τοίχο δυόμιση μέτρα -στο χώρο του φανταστικού (;)- και να μετατρέψει τον εν δυνάμει δημόσιο χώρο σε μία περιφραγμένη αυλή.

Μπορεί ο τοίχος να μην υπάρχει, η ιδίοτητα του ιδιωτικού όμως είναι σαφής. Κανένας δεν πρόκειται να μπει σε αυτό το χώρο αν δεν θέλει να κάτσει στο caffee που λειτουργεί ή να προβεί σε συνήθειες τοπικών κοινωνίων, όπως "να κόψει κίνηση" και να διαμορφωθεί μία από τις γνωστές πασαρέλες. Ακόμη και στην περίπτωση της μερικής ιδιωτικοποίησης του οικοπέδου ή στην μίσθωση σε περισσότερους από έναν ενδιαφερόμενους τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά καθώς θα υπήρχαν ενδιάμεσοι χώροι, πιθανώς στη δικαιοδοσία του δήμου και οι οποίοι θα μπορούσαν να διαδραματίσουν το ρόλο πλατείας.

Μπορεί η σημερινή κατάσταση του χώρου να είναι σαφώς καλύτερη από τον επί χρόνια σκουπιδότοπο, σε καμία περίπτωση δεν είναι δημόσιος χώρος, με όσα θετικά μπορεί αυτός να συμπαρασύρει, και σε μία πόλη που παρ'όλη την ομορφιά και την οργάνωση της, η έλλειψη τέτοιων χώρων είναι τουλάχιστον εμφανής.


Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008

aftermath

Outside.

Outside it’s sunny. You decide to go for coffee with your friends.. You speak in msn, you make the proportional calls. Suddenly you realise that you have a work for the university. But you don’t care. You are at Kunsthalle, drinking Kaffee Latte and hear around you German and English.

Outside it’s windy. You come out from the exit of underground with the rolling stairs. The force of air helps you to have your eyes closed. You are realived.. You keep in your hand a small suitcase. You were probably somewhere travelling. Suddenly you realise that you are tired. But you don’t care. You are outside of your home's door, outside of your castle.

Outside it’s cloudy. You are working with your university team. You wait for the sun to come out.. Suddenly you realise that you are already 6 hours together. But you don’t care. You are at Meidlinger Markt and preparing the final public presentation (at last!) of your project.

Outside it’s hot. You wear your swimsuit. Fortunately.. You try to stretch out your perfect(!) body on the uncomfortable grass. Suddenly you realise that you miss the sea. But you don’t care. You are at the Donauinsel and swimming in the Danube.

Outside it's raining. You wonder why during the summer the weather here sucks. Suddenly you realise that you are waiting for somebody, which has been late. But you don’t care. You are at the Opera and you seat by her steps so that you don’t get wet.

by Maria Oikonomou,
with special thanks for expressing all our feelings in a few words..

Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

_background 2

(...) Μπορεί να μην γνωρίζεις τους γείτονές σου, εδώ στην ελληνική μητρόπολη. Μπορεί να μην έχεις ανταλλάξει μαζί τους παρά μόνο μερικές κρύες καλημέρες, μπορεί να μην έχεις το θάρρος και την οικειότητα που απαιτείται για να τους ζητήσεις να πιείτε ένα καφέ ένα απόγευμα στο δικό σου μπαλκόνι, αντί να κάθεται ο καθένας μόνος στο δικό του.

Ωστόσο τους γείτονές σου τους ξέρεις. Τους μαθαίνεις με τον καιρό. Ξέρεις πως εκεί απέναντι, σε μια πολυκατοικία που δεν γνωρίζεις την είσοδό της, ζει μια κυρία μεγάλη, που τα απογεύματα σιδερώνει, ενώ χαζεύει την Μαρία και τις ειδήσεις των 8. Ξέρεις πως στο σπίτι στην άλλη μεριά του δρόμου σου κατοικεί μία γιαγιά, μόνη της, στο διώροφο σπίτι που αυτή τη στιγμή αποτελεί τη μοναδική οπτική φυγή του μπαλκονιού σου προς το Λυκαβηττό. Την νιώθεις όταν έχει μισο-ανοιχτή, μισο-κλειστή την εξώπορτα και σε χαζεύει, σε παρατηρεί, θέλει κα προσπαθεί να σε μάθει. Από απόσταση, εκ του ασφαλούς. Ξέρεις πως στο μπαλκόνι με την ψάθα μένει μια οικογένεια αλλοδαπών, με δύο πιτσιρίκια, που τα απογεύματα γεμίζουν το δρόμο με τις φωνές τους, προσπαθώντας να σκεπάσουν τον ήχο του ζαριού στο τάβλι του μπαμπά.

Και όταν μια μέρα βλέπεις το μπαλκόνι άδειο, χωρίς την ψάθα γύρω γύρω, και με μερικούς κουβάδες μπογιάς στη γωνία, καταλαβαίνεις πως κάτι έγινε. Και κάπως νιώθεις.

Γιατί τους γείτονές σου δεν τους γνωρίζεις, δεν σου συστήνονται ποτέ. Σε παρατηρούν και τους παρατηρείς, όμως, σε μια διαδικασία καθημερινή, αναίτια και άσκοπη. Όπου, αντί να χαζεύεις την τηλεόρασή σου, χαζεύεις το ζωντανό reality της πόλης σου. Όπου άνθρωποι φεύγουν και έρχονται, κινούνται, αλλάζουν, πληθαίνουν, ελαττώνονται, εμφανίζονται και εξαφανίζονται.

Και δεν θα τους ξαναδείς ποτέ.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

σαν να μην πέρασε μια μέρα (;)

(Ύστερα από απαίτηση... Και αφού δεν είχα όρεξη ή σκοπό να γράψω...)

Κάπως έτσι είναι, λοιπόν, τα πράγματα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Άφησα την Αθήνα κρύα, παγωμένη, χιονισμένη, άδεια. Την βρήκα ζεστή, καυτή, ηλιοκαμένη, άδεια. Αυτές είναι κ οι μόνες διαφορές.

Ή κάπως έτσι ΝΟΜΙΖΑ πως είναι τα πράγματα. Τουλάχιστον στην αρχή.

Ανέκαθεν -όπως ήδη προσωπικά εξήγησα- ήμουν προσαρμοστικός. Δεν χρειαζόμουν χρόνο προσαρμογής, ή έστω αξιοσημείωτο χρόνο προσαρμογής. Ύστερα από ταξίδια, με την επιστροφή στην Αθήνα -αν θεωρήσουμε πως αυτή είναι η βάση μου τα τελευταία 5 χρόνια- τα πράγματα έμπαιναν στους κανονικούς τους ρυθμούς.

Το ίδιο αισθανόμουν και 4 κ κάτι μήνες μετά. Το μεγαλύτερο διάστημα που έμεινα μακρια από την Ελλάδα, το σπίτι μου. Ένα διάστημα που έκανα σπίτι μου την Βιέννη, το 5110 στην Molkereistrasse. Που μπήκα σε άλλους ρυθμούς, άλλες γειτονιές, άλλους ανθρώπους.

Σίγουρα χρειάστηκα χρόνο. Για να συνηθίσω να μιλάω πάλι στην καθημερινότητά μου ελληνικά, και να μην λέω excuse me στο supermarket, για να μπορέσω να ξανα-κατατοπιστώ στον ΑΒ της γειτονιάς και να μην τον μπερδέυω με τα billa, για να μην ανοίγω το ντουλάπι μου κάτω από τον νεροχύτη της κουζίνας ψάχνοντας τα σκουπίδια.

Δεν είναι όμως αυτός ο χρόνος που έχει σημασία. Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για ένα μεγάλης διάρκειας jet lag, που δεν οφείλεται στην διαφορά της ώρας αλλά στο μεγάλο του διαστήματος.

Πρέπει να συνηθίσω, λοιπόν, πάλι στο παλιό μου σπίτι, στην παλιά μου γειτονιά, στους ανθρώπους που ήμουν μέχρι 4 κ κάτι μήνες πριν.
Το πρώτο είναι το μοναδικό που δεν χρειάστηκα να εξερευνήσω πάλι από την αρχή. Όπως το βρήκα, έτσι το άφησα, λίγο πιο σκονισμένο, πολύ πιο ζεστό, τέλος.
Η δεύτερη, σε καμία περίπτωση με τον αυστηρό της ορισμό -τα διπλανά σπίτια, τους ανθρώπους που κατοικούν κοντά μου- αλλά περισσότερο ως οι ρυθμοί της πόλης, οι συνήθειες των κατοίκων είναι κάτι που χρειάζεται χρόνο του αλλά είναι, αν μη τι άλλο, διασκεδαστικό. Ούτως ή άλλιως σε αυτή την πόλη έχεις ζήσει τα 5 τελευταία χρόνια, έχει μπει σχεδόν στο πετσί σου, με αυτούς τους ανθρώπους συναναστρέφεσαι, όπως και τα 18 προηγούμενα χρόνια της ζωής σου, όσο μακριά και απο την πρωτεύουσα να μεγάλωσες, τις ίδιες συμπεριφορές αντιμετώπιζες, τις ελληνικές.
Το τρίτο είναι το χειρότερο. Το πιο δύσκολο. Οι άνθρωποι, που ζητούν χρόνο για να τους γνωρίσεις ξανά, από την αρχή. Πόσο και πως έχουν αλλάξει, πόσο και πως έχεις αλλάξει.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

onthewayBack

Λίγες μέρες πριν μπω στο αεροπλάνο για την επιστροφή στην Αθήνα. Ύστερα απο 4μιση μήνες.

Η Βιέννη είναι όμορφη. Έτσι κ αλλιώς. Μου είπαν ότι βρίσκεται μέσα στις 5 πόλεις παγκορμίως με το καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Και μπορώ να φανταστώ και να καταλάβω τους λόγους. Πράσινο, πάρκα, καθαριότητα, υποδομές, συγκοινωνίες. Άνθρωποι χαλαροί, χωρίς άγχος, χωρίς τρέξιμο. Πρόκειται για μία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με όσα καλά μπορεί αυτός ο χαρακτηρισμός να κουβαλάει μαζί του και με τα επιπλέον θετικά του μικρού μεγέθους. Δεν είναι αχανής, οι αποστάσεις είναι μικρές, λειτουργικές. Με πληθώρα επιλογών, δυνατοτήτων.

Δεν παύει να είναι όμως μια βαρετή πόλη. Πολύ ήσυχη.

Η Βιέννη μ'αρέσει πολύ, όχι όμως επειδή με γοήτευσε σαν πόλη. Δεν με τράβηξε ο παλμός της, ο ρυθμός της, δεν με άγγιξε το κλίμα της, το κλίμα των ανθρώπων της. Η Βιέννη μ'αρέσει γιατί την έζησα όπως την έζησα. Με πολλούς καλούς φίλους από όλη την Ευρώπη, κάθε βράδυ σε μέρη διαφορετικά, με συζητήσεις διαφορετικές, με χορό, με τραγούδι. Δεν θα μου λείψει, άλλωστε και τίποτα άλλο. Αυτά και μόνο.

Τη Βιέννη την αγαπώ γιατί την έζησα όπως την έζησα. Και δεν θα μπορούσα να τη ζήσω αλλιώς.


Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

details

Ωραία κτίρια μπορούν να φτιάξουν πολλοί. Διάσημοι, άγνωστοι, έλληνες, ξένοι. Κτίρια με ποιότητες χώρων, εξωτερικών, εσωτερικών, ημιυπαίθριων. Με φαντασία, αρμονικές αναλογίες, ενδιαφέρουσες όψεις.


Αυτό, όμως, που συγκινεί εμένα περισσότερο δεν είναι άλλο από τις λεπτομέρειες. Μικρά στοιχεία, κομμάτια του κτιρίου που αναδεικνύουν την ευαισθησία, την
οπτική του αρχιτέκτονα, την ολοκληρωτική μελέτη του πάνω στο κτίριο. Που ξεχωρίζουν τους εν λόγω αρχιτέκτονες από μεγάλα αρχιτεκτονικά γραφεία που, σε μία -αγωνιώδη όσο και απαραίτητη (;) στα σύγχρονα πλαίσια του μάρκετινγκ- προσπάθεια παγκοσμιοποίησης της αρχιτεκτονικής, αναλώνονται σε μεγάλα έργα με αναμφισβήτητες ποιότητες όπου όμως λείπει η ευαισθησία στον χειρισμό των λεπτομερειών. Των υλικών, των χρωμάτων, των επιφανειών.


Κάπως έτσι, η αρχιτεκτονική γίνεται τέχνη και η πολυπλοκότητα μαεστρία.

(Photos from: Olympic archery range for the 1992 Summer Olympics, Vall d'Hebrón, Barcelona, architect Enric Miralles)



Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

συνέντευξη

Πήγατε σ' έναν τόπο και πετύχατε, διακριθήκατε. Πολλοί άνθρωποι μεταναστεύουν, αλλά περνούν ίσως και όλη τη ζωή τους, δυσφορώντας και βάλλοντας κατά της καινούργιας τους πατρίδας.

«Θα σας πω μια ιστορία που διάβασα κάπου. Ενας Εβραίος γλίτωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τελικά βρέθηκε στην Αμερική. Πέρασαν τα χρόνια, έκανε περιουσία, αλλά πάντα κατηγορούσε στα παιδιά του την Αμερική. Τους έλεγε, "η Αμερική είναι έτσι, η Αμερική είναι αλλιώς". Και τελικά, για να μην καταστρέψει τη ζωή του, γέμισε ένα δωμάτιο της βίλας του με φωτογραφίες από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, για να θυμάται τι άφησε πίσω του (γέλια). Μιλώντας σοβαρά, θεωρώ τεράστια σπατάλη ζωής να υποπίπτεις στην άρνηση της χώρας στην οποία ζεις, διότι, καλώς ή κακώς, η ευθύνη για το πώς ζει ο καθένας τελικά είναι δική του, δεν είναι ούτε του γείτονα ούτε του κράτους. Το κράτος μπορεί να μου δώσει καλύτερα πράγματα, αλλά δεν μπορεί να μου δώσει την καλή διάθεση, ούτε το χιούμορ, ούτε την ανάγκη και τη δυνατότητα να καταλάβω. Νομίζω ότι οι άνθρωποι αυτοί απλώς καταστρέφουν τη ζωή τους, έχω συναντήσει αρκετούς και ειλικρινά τους λυπάμαι».

Πολλές φορές αυτό συνδέεται ιδεολογικά με το ότι κρατούν την ταυτότητα του τόπου από τον οποίο ήρθαν.

«Ασφαλώς. Εχουν την εντύπωση ότι παραμένουν πιο γνήσιοι, μη μαθαίνοντας τίποτε από τη νέα τους χώρα. Ομως με αυτή τη λογική θα ήμασταν ακόμη επάνω στα δένδρα. Διότι όλο το νόημα της ανθρώπινης ζωής είναι ότι μπορούμε να μάθουμε κάτι από τους πάντες. Βέβαια, πρέπει να υπάρχει και κάποια κατανόηση. Η μετανάστευση είναι πράγματι μια τραυματική εμπειρία. Οι άνθρωποι δεν είναι πάντα έτοιμοι να μετακινηθούν σε άλλον τόπο. Με αποτέλεσμα να υποπίπτουν στη νοσταλγία, που είναι το δεύτερο δράμα. Επειδή αυτό που νοσταλγούν έχει πάψει να υπάρχει πια. Αν γυρίσω εγώ τώρα στους Μολάους όπου γεννήθηκα, τι θα βρω από τους Μολάους που θυμάμαι; Τίποτε απολύτως. Κι έτσι, τελικά αυτοί οι άνθρωποι πληρώνουν ένα πολύ βαρύ τίμημα κάτω από το πρόσχημα γνησιότητας της ταυτότητας. Δεν νομίζω ότι αλλάζει η ταυτότητα αν μάθεις κάτι από άλλους. Αντίθετα, πλουτίζει η ταυτότητα, και, αν θέλετε, ο μόνος τρόπος να διατηρήσεις την ταυτότητά σου σε μια ξένη χώρα είναι να μάθεις τη νέα χώρα. Αλλιώς φοβάμαι ότι θα φθαρείς, θα αρχίσεις να φθίνεις».

Μία πολλή όμορφη συνέντευξη, από έναν άνθρωπο που ζει 46 χρόνια στη σουηδία, για τη μετανάστευση, τη ζωή στο εξωτερικό, το euro...




Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

χρυσόψαρο

Ήθελα να μεταφέρω κάποια αποσπάσματα από ένα κείμενο που διάβασα (;). Έχω, λοιπόν, περίπου μιάμιση ώρα ψάχνοντας το εν λόγω κείμενο. Αρχικά ήμουν αρκετά σίγουρος -τρομάρα μου- ότι το είχα διαβάσει στην ελευθεροτυπία, κάτι σαν συνέντευξη μου έκανε, ξεκινάω, λοιπόν, την αναζήτησή μου από εκεί. "Μάλλον στις τέχνες θα βρίσκεται", σκέφτομαι, και πηδώντας γρήγορα τους τίτλους σχετικά με τη δολοφονία του σεργιανόπουλου -παραδόξως βρίσκονται και αυτοί στην κατηγορία των τεχνών, ενώ πρόκειται για αστυνομικό ρεπορτάζ-, προχωράω τις ημερομηνίες προς τα πίσω, ψάχνοντας, διαβάζοντας, ξανα-διαβάζοντας. Μήπως και θυμηθώ. Φτάνω σε ημερομηνίες που έχω ξεχάσει ότι υπάρχουν, οπότε αποφασίζω να πατήσω το κουμπάκι που λέει HOME και να βρεθώ στη σημερινή ημερομηνία προκειμένου να ξαναρχίσω την αναζήτηση σε μεγαλύτερο εύρος, σε μικρότερο βάθος χρόνου. Ψάχνω ακόμα και στα οικονομικά, τα οποία σπανίως -έτσι κ αλλιώς- διαβάζω, αφού συνήθως δεν τα καταλαβαίνω, όσο θα ήθελα ή θα έπρεπε, και όταν τα καταλαβαίνω με νευριάζουν. Η αναζήτηση συνεχίζεται -ανεπιτυχώς- και μεταφέρεται στον έτερο δικτυακό τόπο που φροντίζει για την ενημέρωσή -άρα και την μόρφωσή- μου, στο ιν.γρ. Εκεί τα πράγματα είναι πιο απλά. Οι τίτλοι είναι πολύ πιο προσιτοί, οι ημερομηνίες λείπουν, η αναδρομή στο παρελθόν γίνεται με απλό scroll down, η αναζήτηση πιο εύκολη, όσο, όμως, και άκαρπη.

Δεν θα έγραφα τίποτα από αυτή την μικρή μου πρωινή περιπέτεια, αν δεν είχε αποτυπωθεί στο μυαλό μου ένα κ μοναδικό απόσπασμα από το κείμενο που προσπαθώ μανιωδώς να βρω.
Έλεγε περίπου ότι στο ίντερνετ, στο διαδίκτυο δεν σπαταλάμε απλώς χρόνο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους κ σκοπούς. Αφήνουμε πίσω το στίγμα μας. Τις πατημασιές μας, τις λέξεις μας, τις μουσικές μας. Τις εικόνες μας, τα βίντεό μας, τις εντυπώσεις μας. Τους διαλόγους μας, τα μηνύματά μας, τα εμαιλ μας.
Πράγματα στα οποία μπορούμε να ανατρέξουμε, να μας θυμίσουν, να μας συγκινήσουν ή όχι.
Αυτό, λοιπόν, κάνω και γω τώρα -σίγουρος ότι μέχρι αύριο το πρωί και αυτό το μικρό απόσπασμα θα έχει εξαφανιστεί από τη μνήμη μου και θα ανακαλύψω για ακόμα μία φορά τη γυάλα μου- σημειώνοντας κάτι που με συγκίνησε, κάτι που με έκανε να σκεφτώ το ιντερνετ διαφορετικά από ένα τεχνοκρατικό εργαλείο. Φαντάσου το σαν έναν χάρτη. Με τελίτσες παντού για κάθε κλικ που έκανες.

(Το κείμενο στο οποίο αναφέρομαι δν ξέρω καν αν υπάρχει. Μπορεί κ να το είδα στον ύπνο μου, σε κάποιο από αυτά τα πολύ μπερδεμένα όνειρα. Αν όμως υπάρχει κάπου κ κάποιος το αναγνωρίσει ας με συγχωρέσει που δν μετέφερα -προφανώς- σωστά τα νοήματά του ή που παρέλειψα μερικά -επίσης προφανώς- σημαντικά. Ήταν απλά ένα γρήγορο διάβασμα κ αυτά που περιγράφω ήταν ένα τυχαίο αποτύπωμα.)

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

_escape


Μ'αρέσει πολύ αυτή η εικόνα. Τα βιβλία, οι άνθρωποι μπροστά απ'τα βιβλία, μέσα στα βιβλία, βιβλία στα poster, βιβλία στα ράφια.
Άλλωστε, νομίζω, πως οι βιβλιοθήκες, τα bookstore είναι πάντα από τα πιο ευχάριστα μέρη. Γεμάτα γνώσεις, εικόνες, πληροφορίες.
Εκεί που μπορείς να χαθείς, να κάτσεις ώρες, να μην θες να φύγεις.
Να ταξιδέψεις, να περιπλανηθείς, να νιώσεις.
Και όλα αυτά με μερικά φύλλα χαρτιού.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

talking_withHadid

Την πρώτη φορά που το βλέπεις, εντυπωσιάζεσαι. Και την δεύτερη και την τρίτη. Η μορφή, η προοπτική, το ασυνήθιστο σου τραβούν την προσοχή. Το ίδιο και η συνύπαρξή του παλιού και του νέου.
Αναμφισβήτητα η Hadid πήρε -δεν ξέρω με ποιές διαδικασίες- οικόπεδο φιλέτο. Δίπλα στο ποτάμι, πρόκειται για το μοναδικό συγκρότημα κτιρίων σε όλο το μήκος της όχθης του καναλιού του Δούναβη που βρίσκεται ανάμεσα στο δρόμο και στο ποτάμι. Όλα τα υπόλοιπα βρίσκονται πίσω από το δρόμο. Και αρκούνται στη θέα και όχι στην επαφή.


Το πιο γοητευτικό κομμάτι του συγκεκριμένου συγκροτήματος κατοικιών -πέρα από τις γραμμές του, την ισορροπία μορφής-υλικού, την στατικότητά του, στοιχεία που ξέρει πως να τα δουλεύει, να τα συνδυάζει και να δίνει το επιθυμητό (τουλάχιστον) εντυπωσιακό αποτέλεσμα- είναι η συνύπαρξή του με το παλιό.
Με αυτό το τούβλινο κτίριο που μπλέκεται με τους όγκους της Hadid, που η γραμμικότητά του αμφισβητείται από τις αναδιπλώσεις του νέου, που η υλικότητά του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον άσπρο σοβά.
Και που τελικά συμπληρώνονται αρμονικά και ισορροπημένα.

Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

walking_inVienna

Περπατώντας στην Βιέννη και χαζεύοντας τα χρώματα...


Πρόκειται, μάλλον, για μια ανοιχτή ανασκαφή graffiti. Μόνο που δεν ανακαλύφθηκε. Δημιουργήθηκε. Είναι σαν να χτίζεις πάνω σε ερείπια, σαν να ζωγραφίζεις σε ζωγραφισμένο καμβά. Σε κάθε περίπτωση, με όσους περισσότερους τρόπους και αν το περιγράψεις, όσα ονόματα και αν του δώσεις, το σίγουρο είναι πως εντυπωσιάζει. Με τα χρώματα, τα αλλεπάληλα layers, τα σχέδια, τη φαντασία.


Πάνω στους τοίχους, πάνω στις πόρτες, μόνο το πόμολο έχει μείνει καθαρό. Χωρίς αμφιβολία, κάποια στιγμή θα το βάψουν και αυτό. Και όσο συντομότερα, τόσο καλύτερα. The sooner the better.


(Ή πώς επιλέγεις να ενταχτείς στο περιβάλλον...)

Πέμπτη 24 Απριλίου 2008

walking_inParis


Νομίζω ότι πρόκειται για την πιο όμορφη εκδοχή street art που έχω δει. Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Πρώτον επειδή βρίσκεται πράγματι στον δρόμο, στο πάτωμα, σε αστικό χώρο και άρα δικαιολογεί πλήρως το όνομά της. Δεύτερον γιατί έχει πολλούς δημιουργούς, φτιάχτηκε "κατά λάθος", από πολλά παπούτσια που πάτησαν πάνω εκεί, καθώς οι ανυποψιάστοι ιδιοκτήτες τους - δημιουργοί εισέρχονταν στο bookshop του μουσείου Branly. Τρίτον, επειδή έχει προοπτικές και προδιαγραφές για να εξελίσσεται, να αλλάζει, να μεγαλώνει, μέχρι κάποιος ανίδεος υπεύθυνος να αποφασίσει να το "διορθώσει" και να καταστρέψει αυτό το μοναδικό δείγμα street art. Τέταρτο και τελευταίο επειδή, χάρη ακριβώς στην τυχαιότητα με την οποία δημιουργήθηκε, σε προκαλεί να επιλέξεις το σχήμα του, τη μορφή του, τί ακριβώς απεικονίζει, τέλος πάντων, χρησιμοποιώντας απλά και μόνο την φαντασία σου.


Το Παρίσι, η αλήθεια, είναι γεμάτο από street art. Ζωγραφιές στους τοίχους, στα πεζοδρόμια, αυτοκόλλητα και tags παντού. Ήταν, άλλωστε, από πάντα -και μέχρι ένα σημείο εξακολουθεί να είναι- μία πρωτεύουσα με τεράστια καλλιτεχνική δραστηριότητα, που αναπόφευκτα οδηγεί σε μία παιδεία διαφορετική, πιο πλούσια και πιο γεμάτη από όσα έχουμε συνηθίσει, ακόμα και στην Αθήνα, σε μία παιδεία που σου δίνει μουσεία, που σε έχει μάθει όμως πρώτα πως να τα βιώνεις, πως να τα ζεις και πως να τα χρησιμοποιείς.

-Δεν μοιάζει με φιγούρα σαν αυτές που χαζεύει και (μάλλον) ζωγραφίζει;-

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

ένας_μήνας_μετά

Ακούγεται νοσταλγικό. Ίσως και να είναι, όμως.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως -και δεν αναφέρομαι στον Τάσο-, δεν παύει να είναι ο πρώτος μήνας. Ο πρώτος ever που λείπεις σερί από ελλάδα, -άρα- ο πρώτος ever που είσαι σερί στο εξωτερικό. Μπορεί να ακούγονται ίδια, έχ
ουν, ωστόσο, μεγάλη διαφορά μεταξύ τους..

Όπως έχω ξανά_πει, πάντα η εκάστοτε πρώτη περίοδος -η λεγόμενη και "της προσαρμογής"- είναι γεμάτη συναισθήματα. Και μόνο. Μπερδεμένα, ανακατωμένα.

Μετά αρχίζεις και απολαμβάνεις. Αυτό που ζεις, αυτό που έχεις, το διαφορετικό, το νέο, το όμορφο, το άσχημο. Αρχίζεις και εκτιμάς, σέβεσαι, εγκρίνεις, απορρίπτεις. Σε δύο λεπτά βόλτας λες 'γαμώτο, γιατί να μην είναι κ η Αθήνα έτσι;' και 'που χάθηκε πάλι ο ήλιος ρε π****η μου'.


Κάπως έτσι καταλήγεις σε ένα παγοδρόμιο, μπροστά απο το δημαρχείο της Βιέννης, ένα από τα πιο όμορφα και φιλόξενα αστικά τοπία που έχεις δει ποτέ, να χαζεύεις πιτσιρίκια να κάνουν πατινάζ καλύτερα από ότι πρόκειται ποτέ να κάνεις. Και να σε κοροϊδεύουν κιόλας.

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008

weather_(no)cast

Ένα πράγμα δυσκολεύομαι να συνηθίσω.

Βγαίνεις βόλτα το βράδυ, κάνει κρύο, όντως, όσο και να έχεις πιεί -και συνήθως είναι πολύ- το νιώθεις, σε διαπερνά. Κοιτάς ψηλά, τον ουρανό και βλέπεις αστέρια.

-Μου φαίνεται ότι εδώ υπάρχουν περισσότερα, είναι πιο λαμπερά, μπορεί να έχει να κάνει με τη λιγότερη υγρασία (;) που κάνει την ατμόσφαιρα πιο καθαρή, μπορεί να έχει να κάνει με τα λιγότερα φώτα στην πόλη, καθώς οι αυστριακοί -γνωστοί γλεντζέδες- κλείνονται στα σπίτια τους στις 8, σταματώντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε παραγωγική διαδικασία της πόλης, εκτός από τα bar και ό,τι ανήκει σε τούρκους, έλληνες, άντε και ισπανούς, κανένα κεμπάπ, δηλαδή.-

Βλέπεις αστέρια, λοιπόν, και σκέφτεσαι την επόμενη μέρα.

Στην Αθήνα, πόσο μάλλον στη Ρόδο, όταν το βράδυ έχει ξαστεριά την ημέρα έχει ήλιο. Είναι κανόνας σχεδόν απαράβατος, με τελικό -υποχθόνιο- στόχο ο καημένος ο ελληνάρας να νομίζει ότι παντού είναι έτσι. Και να προγραμματίζει την επομένη και την διάθεσή του με αυτόν τον τρόπο.

Ξυπνάς, λοιπόν, το πρωί και βλέπεις βροχή. Σε δέκα λεπτά ήλιο. Στο τέταρτο συννεφιά και στο μισάωρο βροχή -και πάλι. Διαδικασία επαναλαμβανόμενη καθ'όλη τη διάρκεια της μέρας.

Απορώ γιατί και πως να υπάρχει Α.Μ.Υ.; (Αυστριακή Μετεωρολογική Υπηρεσία)

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

deja_vu

2n+1

Ύστερα, λοιπόν, από 2n αναρτήσεις έρχεται η επόμενη.

It's the first day of the rest of my life.


Από Βιέννη. Όπου τα πράγματα που ξανά_βλέπω είναι, ίσως, περισσότερα από αυτά που πρώτο_βλέπω. Άλλωστε όταν επισκέπτεσαι έναν τόπο -είτε ως εν γένει κάτοικος, είτε ως τουρίστας- υπάρχει πρώτα ο χρόνος προσαρμογής. Οπότε δεν παρατηρείς, δεν κοιτάς, δεν αφουγκράζεσαι. Απλά νιώθεις. Ενίοτε θυμάσαι, αναπολείς, συγκρίνεις και νοσταλγείς.


Θυμάσαι βόλτες, στάσεις, εκεί που έφαγες το τελευταίο σου -βιαστικό- κομμάτι pizza, εκεί που γνώρισες για πρώτη φορά την hadid, εκεί που τσακώθηκες, εκεί που το μετάνιωσες, εκεί που βαρέθηκες, εκεί που ερωτεύτηκες, εκεί που έχασες τη φωτογραφική σου, εκεί που πρόλαβες το τρένο.

Το ίδιο και στην Πράγα. Πρώτα οι αναμνήσεις και ύστερα όλα τα άλλα.

Είσαι στο κέντρο της Ευρώπης, το να ταξιδέψεις είναι εύκολο, αναγκαίο, σχεδόν επιβάλλεται. Φοβάμαι, όμως, τα deja vu. Που είναι τριγύρω μου -και είναι αρκετά.