Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

πρωινό

"...αν είσαι σπίτι, τότε ετοιμάσου για Χαβάη..."

Κάπως έτσι ξεκινάει το τελευταίο καλοκαιρινό κυριακάτικο πρωινό του 2008. Με μουσικές, ήχους της πόλης, ήχους της φύσης.

Τρία είναι τα πράγματα που διακρίνω και ξεχωρίζω με την ακοή μου, λίγα λεπτά πριν ανοίξω τα μάτια μου. Τη μουσική από κάποιο διπλανό διαμέρισμα ή πολυκατοικία, που ξεκινάει με τη διασκευή της Πρωτοψάλτη, συνεχίζει με ένα κλασσικό ροκ κομμάτι, που μέσα στην νύστα μου αδυνατώ να εντοπίσω και που πλέον έχω ξεχάσει, και τελειώνει με ένα ελαφρολαϊκό ζεϊμπέκικο. Παράλληλα ακούγεται κάποιος να χτυπάει ένα σφυρί, προσπαθώντας να ακολουθήσει το ρυθμό της μουσικής χωρίς καμία επιτυχία -ειδικά στο ζεϊμπέκικο. Τέλος ακούγονται τα μπουμπουνητά.

Μπορεί σήμερα οι συνθήκες με τις οποίες ξύπνησα να ήταν ιδανικές, να μην έκαναν τίποτα άλλο από το να ανυψώσουν τη διάθεση μου. Μπορεί άλλες φορές να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, με την εκκλησία να χτυπά και να με ξυπνάει ξημερώματα, με βιαστικούς πάκκους (= ο τσαμπίκος κάγκουρας) να περνάνε κάτω από το μπαλκόνι μου με ανάλογα, δυσάρεστα, αποτελέσματα. Σε καμία περίπτωση τα πρωινά στην ελληνική μητρόπολη δεν είναι βαρετά.

Και αυτό οφείλεται σε τρεις λόγους. Πρώτον στην συγκέντρωση πληθυσμού σε μικρό κομμάτι γης, ή αλλιώς πυκνότητα. Δεύτερον στην συγκέντρωση διαφορετικών κατηγοριών πληθυσμού στο ίδιο κομμάτι γης, ή αλλιώς ανομοιογένεια. Και τρίτον παλιές πολυκατοικίες, ή αλλιώς ΟΧΙ κουφώματα αλουμινίου.


Η ΕΜΥ και η χτεσινή μέρα ήταν και ο δύο σαφείς για την έκβαση της σημερινής. Βροχή.

Το φθινόπωρο -ή καλύτερα ο χειμώνας- περισσότερο και από άγγλος στο ραντεβού του φτάνει μια μέρα νωρίτερα, κάνει αισθητή την παρουσία του με τον πιο ανακουφιστικό και γοητευτικό τρόπο, απομακρύνοντας τη ζέστη από την πρωτεύουσα, όπου πλέον αναδύει η υπέροχη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος -κάπου υπάρχει, πρέπει να ψάξουμε να το βρούμε- και δίνοντας τη δυνατότητα να αράξεις στον καναπέ με τις κουρτίνες ανοιχτές και να χαζέυεις τη βροχή.

Καλό χειμώνα!

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

θέρμαι

Ή πως ένα αστικό κενό μετατρέπεται σε ένα "περιφραγμένο" ιδιωτικό χώρο.

Αν και αφορά την τοπική κοινωνία της Ρόδου, όπου και το τελευταίο δίμηνο-τρίμηνο αποτελεί σχεδόν καθημερικό πρωτοσέλιδο στις τοπικές εφημερίδες -αν εξαιρέσει κανείς την εβδομάδα της φωτιάς στη ν. Ρόδο- στην ουσία αποτελεί μία παρατήρηση που πιθανώς μπορεί να απαντηθεί και σε άλλες πόλεις όταν οι τοπικές εξουσίες βρίσκουν λύσεις, τις οποίες προτείνουν και εφαρμόζουν, χωρίς πιθανώς να έχει γίνει η απαραίτητη μελέτη, ή να έχουν εξεταστεί πλήθος εναλλακτικών, κοιτώντας συχνά μόνο οικονομικά οφέλη.

Χωρίς να σχολιαστούν οι -τοπικές- πολιτικές προεκτάσεις του ζητήματος, οι οποίες αναμφίβολα είναι πολλές και ιδιαίτερα σημαντικές, επιλέγεται να σχολιαστούν τα όσα σχετίζονται με τον, μέχρι ένα σημείο, δικό μου τομέα και που, αν μη τι άλλο, έχουν σαφείς -γενικές- πολιτικές προεκτάσεις.

Αφενός, λοιπόν, έχουμε την ύπαρξη ενός πρώην ιδιωτικού χώρου -πισίνα και αυλή του ξενοδοχείου Θέρμαι- και νυν αστικού κενού και σκουπιδότοπου στο κέντρο της πόλης, ανάμεσα σε τρεις βασικούς οδικούς άξονες και πολύ κοντά σε μνημεία και τοπόσημα αυτής. Αφετέρου έχουμε την προσπάθεια αξιοποίησης αυτού του χώρου, την μετατροπή του από αστικό κενό σε κάτι άλλο, που δεν ορίζεται, από κάποια δημόσια τοπική αρχή, με κανέναν άλλο τρόπο -αρχιτεκτονικό, πολεοδομικό ή μη- εκτός από την οικονομική του αξία. Τα πάντα έχουν μία τιμή και αυτή, λοιπόν, είναι αρκετή για να τα χαρακτηρίσει, να τα προσδιορίσει, να τους δώσει υπόσταση.

Η προσπάθεια αξιοποίησης του χώρου κρίνεται κατ'αρχήν σίγουρα θετική, κανένας δεν θέλει ένα αστικό κενό στην πόλη του. Από εκεί και πέρα όλα κρίνονται λάθος.

Η ουσία της παρατήρησής μου έγκειται στο γεγονός της ιδιωτικοποίησης του εν λόγω χώρου -που σε καμία περίπτωση δεν έχει αμελητέα έκταση- και κυρίως στην παραχώρηση αυτού σε έναν μόνο ενδιαφερόμενο. Το μέγεθος και η θέση του οικοπέδου μέσα στην πόλη, του δίνουν από μόνα τους το χαρακτήρα πλατείας. Η μη ύπαρξη οποιουδήποτε κτίσματος με κάποια σημαντική λειτουργία -τουλάχιστον όσο θυμάμαι- μέσα στα όρια του οικοπέδου -αν εξαιρέσει κανείς το περίπτερο που βρίσκεται στη γωνία-, ενισχύει την άποψη αυτή.

Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει πως ανέκαθεν ο χώρος ήταν ιδιωτικός -δεν γνωρίζω άλλωστε πως ήταν το οικόπεδο όταν η πισίνα είχε νερό και η αυλή ήταν γεμάτη κόσμο, πιθανώς τους πελάτες του ξενοδοχείου- και άρα αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια με ένα κενό 20 (;) χρόνων. Το θέμα όμως είναι πως οι πόλεις αλλάζουν, εξελίσσονται. Όπως το Θέρμαι έχει πάψει προ πολλού να είναι ξενοδοχείο, έτσι κ ο χώρος μπροστά του έχει σχεδόν αποποιηθεί τον χαρακτήρα του ιδιωτικού.

Είχε, λοιπόν, η αρμόδια αρχή τη δυνατότητα -αν όχι την υποχρέωση- να διαχειριστεί το χώρο με την ιδιότητα που έχει πλέον αποκτήσει, αν όχι στο σύνολό του, τουλάχιστον σε κάποιο κομμάτι του.

Η ιδιωτικοποίηση θα μπορούσε, και πάλι να αποτελέσει βήμα προόδου από το αστικό κενό που ήταν πριν το οικόπεδο, αν γινόταν κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις και κυρίως αν δεν αφορούσε μόνο μία εταιρεία. Με το να παραχωρείται το οικόπεδο σαν σύνολο σε ένα και μοναδικό ενδιαφερόμενο, σημαίνει πως ο τελευταίος μπορεί να το εκμεταλλευτεί με όποιο τρόπο θέλει -ακολουθώντας ή όχι τον νόμο-. Θα μπορούσε, λοιπόν, να κτίσει περιμετρικά του οικοπέδου έναν τοίχο δυόμιση μέτρα -στο χώρο του φανταστικού (;)- και να μετατρέψει τον εν δυνάμει δημόσιο χώρο σε μία περιφραγμένη αυλή.

Μπορεί ο τοίχος να μην υπάρχει, η ιδίοτητα του ιδιωτικού όμως είναι σαφής. Κανένας δεν πρόκειται να μπει σε αυτό το χώρο αν δεν θέλει να κάτσει στο caffee που λειτουργεί ή να προβεί σε συνήθειες τοπικών κοινωνίων, όπως "να κόψει κίνηση" και να διαμορφωθεί μία από τις γνωστές πασαρέλες. Ακόμη και στην περίπτωση της μερικής ιδιωτικοποίησης του οικοπέδου ή στην μίσθωση σε περισσότερους από έναν ενδιαφερόμενους τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά καθώς θα υπήρχαν ενδιάμεσοι χώροι, πιθανώς στη δικαιοδοσία του δήμου και οι οποίοι θα μπορούσαν να διαδραματίσουν το ρόλο πλατείας.

Μπορεί η σημερινή κατάσταση του χώρου να είναι σαφώς καλύτερη από τον επί χρόνια σκουπιδότοπο, σε καμία περίπτωση δεν είναι δημόσιος χώρος, με όσα θετικά μπορεί αυτός να συμπαρασύρει, και σε μία πόλη που παρ'όλη την ομορφιά και την οργάνωση της, η έλλειψη τέτοιων χώρων είναι τουλάχιστον εμφανής.