Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

hyperspace

Stacks/Servers
In early libraries, with small numbers of volumes, books had lined the walls of the reading room. Later, as the ratio of book storage to reading space changed, the book stacks were separated from the reading rooms and increasingly became the dominant spatial element.

Galleries/Virtual Museums
Each item in the collection can have hyperlinks to other items that are related in some interesting way, so that the virtual museum visitor can construct a particular path through the collection according to personal interest. A vitrual museum can offer far more choices of exploration than even the Pinakothek. (The Alte Pinakothek, Munich, by Leo von Klenze, 1826-1836)

Theaters/Entertainment Infrastructure
Entertainment is information. (...) If you receive three-dimensional models of a sporting event rather than a stream of two-dimensional video images, you could take control of some directorial functions by selecting viewpoints and operating a virtual camera.

Θραύσματα από "City of Bits", William J. Mitchell

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

λονδίνο, άμστερνταμ και βερολίνο (...η συνέχεια)

Με αριθμούς, λοιπόν.

Τις ταξιδιωτικές μου εμπειριές και περιπέτειες τις μετράω από τη στιγμή που άρχισα να ζω μόνος μου, να κανονίζω μόνος μου, να επιλέγω -σχεδόν πάντα- μόνος μου. Ή εν πάσει περιπτώση να έχω δικαίωμα λόγου και επιρροής σε μία ομάδα ανθρώπων με την ίδια ηλικία, τα ίδια ενδιαφέροντα και τα ίδια ακούσματα με μένα. Τις μετράω, λοιπόν, από το δεύτερο έτος και από το ταξίδι στην Πράγα -οικογενειακώς, αλλά πολύ διαφορετικό από παλαιότερα οικογενειακά ταξίδια-, περίπου 4 χρόνια από σήμερα.

Από τότε οι πόλεις που επισκέφτηκα, ύστερα από ένα ξεσκόνισμα στον σκληρό δίσκο του μυαλού και του υπολογιστή μου -από ένα σημείο και έπειτα αυτά τα δύο έχουν αρχίσει να λειτουργούν παράλληλα, συμπληρωματικά- αριθμούν τις 38. Μέσα σε 48 μήνες. Με μία απλή διαίρεση και μία μέθοδο των τριών, μπορεί κανείς να υπολογίσει πως κάθε 37 περίπου μέρες τα 4 αυτά χρόνια έβλεπα και μία καινούρια πόλη. Και δεν είναι κάποιο προνόμιο αποκλειστικά δικό μου. Στην αρχή δεν ήταν καν στόχος, ούτε σκοπός να ταξιδεύω και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό. Εννοώ, πως οι γνωστοί μου -αρχιτέκτονες- μετρούν αντίστοιχους αριθμούς.

Τα ταξίδια αυτά σαφώς και δεν ήταν όλα ίδια. Κάποια ήταν μικρά, βιαστικά, έντονα, κάποια άλλα χαλαρά, μεγάλα, μερικά και αδιάφορα. Άλλωστε δεν μπορείς να το ξέρεις από πριν, και να κάνεις τις ανάλογες επιλογές. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν μετάβαση από τον έναν τόπο στον άλλον, ήταν παρατήρηση, διασκέδαση, ψυχαγωγία, ήταν τελικά εκπαίδευση.

Γιατί, αν κάνουν κάτι τα ταξίδια, τότε αυτό είναι ένα και μόνο πράγμα. Σου ανοίγουν το μυαλό. Μαθαίνεις να βλέπεις, να παρατηρείς, να αξιολογείς, να επικρίνεις, να δέχεσαι, να απορρίπτεις, να νιώθεις, να εκτιμάς. Αυτά που βλέπεις έξω και αυτά που έχεις μέσα.

Και μπορεί τελικά τα τελευταία ταξίδια να ήταν λιγότερο συναρπαστικά, επειδή ακριβώς έχω συνηθίσει την διαδικασία. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν αδιάφορα.

(...άμα αρχίσεις να σκέφτεσαι και να μιλάς ή να γράφεις για τα ταξίδια δεν τελειώνεις ποτέ)

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

τρίφωνο



Είναι από τα τραγούδια που σου τραβάνε την προσοχή, που τα αναζητάς στο ραδιόφωνο, που σε συνεπαίρνει κατ' αρχήν ο ρυθμός τους. Μέχρι να ακούσεις τυχαία -ή όχι- ποιος το τραγουδάει, πως το λένε και να μπορέσεις να το αναζητήσεις στον ατελείωτο θησαυρό του διαδικτύου.

Με ένα κλιπάκι -όχι το επίσημο- πολύ απλό, πολύ ατμοσφαιρικό, πολύ γρήγορο, που ακολουθεί το ρυθμό, που δεν μπλέκει με τα λόγια, με τον στίχο, τον οποίο αφήνει να αναδυθεί με την δικιά του -τεράστια- δυναμική.

Ένα τραγούδι από το Τρίφωνο και ένα κλιπάκι από τον christosonEMI
από αυτά που τα ακούς όλη μέρα, συνεχόμενα.

"...να μου μιλάς σιγανά στ' αυτί
γιατί σ'ακούνε τη νύχτα αυτή
παλιά μου όνειρα που χρόνια είχαν κρύφτει."

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

λονδίνο, άμστερνταμ και βερολίνο

έχεις ξεχάσει πού ακριβώς θέλεις να πας

Και αν όχι ακριβώς έτσι, πάντως σίγουρα έχεις ξεχάσει πώς είναι να νιώθεις ενθουσιασμένος για ένα καινούργιο ταξίδι, έναν νέο προορισμό, που πάνω κάτω σου θυμίζει παλιά ταξίδια, γνωστούς προορισμούς.

Κατά τη διάρκεια ενός -ακόμη- ταξιδιού, βρίσκεσαι πίσω από ένα τζάμι παραθύρου, παρατηρώντας τον δρόμο από το ύψος και την απόσταση του τρίτου ορόφου. Και συνηδειτοποιείς -μάλλον σοκαρισμένος και ως ένα σημείο απογοητευμένος- ότι δεν βρίσκεις -ούτε καν ψυχολογικά- κάποια διαφορά στον τρόπο που αισθάνεσαι και βιώνεις την πόλη που μόλις γνώρισες.

Σωματικά έχει σταματήσει να σε επηρρεάζει εδώ και πολύ καιρό, όταν η βαλίτσα στο χέρι σου έγινε καθημερινότητα, η κούραση του αεροπλάνου ξεπεράστηκε και η ανάγκη προσαρμογής του σώματός σου σε νέες -καιρικές, κλιματικές ή δεν ξέρω τι άλλο- συνθήκες, εκμηδενίστηκε.

Αυτό που σε σοκάρει όμως, είναι η ψυχολογική απάθεια με την οποία αντιμετωπίζεις αυτό που για άλλους είναι συναρπαστικό, το γεγονός πως είτε βρίσκεσαι στην Αθήνα, είτε στην Βενετία, στο Τορίνο ή δεν ξέρω που αλλού, είναι -σχεδόν- το ίδιο και το αυτό. Σε καμία περίπτωση δεν είναι τόσο αρνητικό όσο ακούγεται, είναι τουλάχιστον ενδιαφέρον αυτό που σου συμβαίνει, έχεις πλέον βγει από το πετσί του τουρίστα, έχεις τη δυνατότητα να επιλέξεις συνειδητά πράγματα που θες να βιώσεις στην κάθε χώρα-πόλη, διαλέγεις ανάμεσα στον τουριστικό πλουραλισμό αυτά τα ένα-δύο που θεωρείς ότι αξίζουν, δεν είναι άλλωστε η θέα από ένα μεσαιωνικό κάστρο στο πιο ψηλό σημείο του λόφου που κάνει τη διαφορά, είναι το κάστρο αυτό καθεαυτό, θέες έχεις δει πολλές, δεν διαφέρουν και τόσο η μία από την άλλη, έχεις τη δυνατότητα να αποστασιοποιηθείς από καταστάσεις και ταξιδιωτικές συμπεριφορές καθιερωμένες, ΩΣΤΟΣΟ δεν μπορείς παρά να αισθάνεσαι περίεργα.

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008

_background 3

Ξυπνάς ξημερώματα, ο ήλιος δεν έχει ακόμα ανέβει, μέσα, όμως, από τις γρύλιες του παραθύρου, καταλαβαίνεις πως η νύχτα -στην πιο σκοτεινή της μορφή- δεν αργεί να φύγει.
Ξυπνάς χωρίς λόγο, επειδή έτσι έτυχε. Χωρίς κάποια αφορμή, χωρίς κάποιον θόρυβο. Και μετά ακούς.
Ακούς τη νύχτα, όπως αυτή συχνά εμφανίζεται στην ελληνική μητρόπολη, στην πιο σκοτεινή της μορφή. Στην πιο βίαιη, όχι σωματικά (;), ψυχολογικά σίγουρα. Ακούς φωνές, υποθέτεις, για την ακρίβεια, πως πρόκειται για φωνές, στα αυτιά σου φτάνουν σαν ψίθυροι από άποψη έντασης, νιώθεις όμως το πάθος, την αγωνία, την αγανάκτηση που τις περιβάλλουν, και είσαι σίγουρος ότι πρόκειται για φωνές.
Γυναικείες φωνές, μαζί με κλάμα, όχι φόβου, ξέρεις από την πρώτη στιγμή πως με κάποιον τσακώνεται, κάποιος που κάτι της έκανε -ή δεν της έκανε-, κάποιος που την στενοχώρησε, κάποιος που δεν δικαιολόγησε τον σεβασμό της, τον χρόνο της, την αγάπη της.
Κάποιος που δεν μιλάει, δεν φωνάζει, δεν ακούγεται. Που η ενοχή του δεν του επιτρέπει να μιλήσει, που επιλέγει να κρατήσει μία στάση βουβή.
Σαν την στάση που κρατάς και σύ, ακούγοντας με ορθάνοιχτα -πλέον- μάτια, τη γυναίκα να φωνάζει, χωρίς να μπορείς να ξεχωρήσεις λέξεις, πέρα από μερικά "τίποτα" και μερικά "όχι". Που νιώθεις όμως την συναισθηματική της ένταση, την αγωνία της.
Όπως ακριβώς την νιώθει ολόκληρη η πόλη γύρω της, μπορείς να φανταστείς ομόκεντρους κύκλους με κέντρο την τραγική παρουσία της και ακτίνες που μεγαλώνουν αντιστρόφως ανάλογα σε σχέση με το πόσους συνανθρώπους κρατάει ξύπνιους.
Σε σχέση τον αριθμό των ανθρώπων που βρίσκονται σε ημι-σκοτεινά δωμάτια, με τα μάτια ανοιχτά, χαμένοι σε μία βουβή κατάσταση συμπαράστασης.