Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008

aftermath

Outside.

Outside it’s sunny. You decide to go for coffee with your friends.. You speak in msn, you make the proportional calls. Suddenly you realise that you have a work for the university. But you don’t care. You are at Kunsthalle, drinking Kaffee Latte and hear around you German and English.

Outside it’s windy. You come out from the exit of underground with the rolling stairs. The force of air helps you to have your eyes closed. You are realived.. You keep in your hand a small suitcase. You were probably somewhere travelling. Suddenly you realise that you are tired. But you don’t care. You are outside of your home's door, outside of your castle.

Outside it’s cloudy. You are working with your university team. You wait for the sun to come out.. Suddenly you realise that you are already 6 hours together. But you don’t care. You are at Meidlinger Markt and preparing the final public presentation (at last!) of your project.

Outside it’s hot. You wear your swimsuit. Fortunately.. You try to stretch out your perfect(!) body on the uncomfortable grass. Suddenly you realise that you miss the sea. But you don’t care. You are at the Donauinsel and swimming in the Danube.

Outside it's raining. You wonder why during the summer the weather here sucks. Suddenly you realise that you are waiting for somebody, which has been late. But you don’t care. You are at the Opera and you seat by her steps so that you don’t get wet.

by Maria Oikonomou,
with special thanks for expressing all our feelings in a few words..

Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

_background 2

(...) Μπορεί να μην γνωρίζεις τους γείτονές σου, εδώ στην ελληνική μητρόπολη. Μπορεί να μην έχεις ανταλλάξει μαζί τους παρά μόνο μερικές κρύες καλημέρες, μπορεί να μην έχεις το θάρρος και την οικειότητα που απαιτείται για να τους ζητήσεις να πιείτε ένα καφέ ένα απόγευμα στο δικό σου μπαλκόνι, αντί να κάθεται ο καθένας μόνος στο δικό του.

Ωστόσο τους γείτονές σου τους ξέρεις. Τους μαθαίνεις με τον καιρό. Ξέρεις πως εκεί απέναντι, σε μια πολυκατοικία που δεν γνωρίζεις την είσοδό της, ζει μια κυρία μεγάλη, που τα απογεύματα σιδερώνει, ενώ χαζεύει την Μαρία και τις ειδήσεις των 8. Ξέρεις πως στο σπίτι στην άλλη μεριά του δρόμου σου κατοικεί μία γιαγιά, μόνη της, στο διώροφο σπίτι που αυτή τη στιγμή αποτελεί τη μοναδική οπτική φυγή του μπαλκονιού σου προς το Λυκαβηττό. Την νιώθεις όταν έχει μισο-ανοιχτή, μισο-κλειστή την εξώπορτα και σε χαζεύει, σε παρατηρεί, θέλει κα προσπαθεί να σε μάθει. Από απόσταση, εκ του ασφαλούς. Ξέρεις πως στο μπαλκόνι με την ψάθα μένει μια οικογένεια αλλοδαπών, με δύο πιτσιρίκια, που τα απογεύματα γεμίζουν το δρόμο με τις φωνές τους, προσπαθώντας να σκεπάσουν τον ήχο του ζαριού στο τάβλι του μπαμπά.

Και όταν μια μέρα βλέπεις το μπαλκόνι άδειο, χωρίς την ψάθα γύρω γύρω, και με μερικούς κουβάδες μπογιάς στη γωνία, καταλαβαίνεις πως κάτι έγινε. Και κάπως νιώθεις.

Γιατί τους γείτονές σου δεν τους γνωρίζεις, δεν σου συστήνονται ποτέ. Σε παρατηρούν και τους παρατηρείς, όμως, σε μια διαδικασία καθημερινή, αναίτια και άσκοπη. Όπου, αντί να χαζεύεις την τηλεόρασή σου, χαζεύεις το ζωντανό reality της πόλης σου. Όπου άνθρωποι φεύγουν και έρχονται, κινούνται, αλλάζουν, πληθαίνουν, ελαττώνονται, εμφανίζονται και εξαφανίζονται.

Και δεν θα τους ξαναδείς ποτέ.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

σαν να μην πέρασε μια μέρα (;)

(Ύστερα από απαίτηση... Και αφού δεν είχα όρεξη ή σκοπό να γράψω...)

Κάπως έτσι είναι, λοιπόν, τα πράγματα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Άφησα την Αθήνα κρύα, παγωμένη, χιονισμένη, άδεια. Την βρήκα ζεστή, καυτή, ηλιοκαμένη, άδεια. Αυτές είναι κ οι μόνες διαφορές.

Ή κάπως έτσι ΝΟΜΙΖΑ πως είναι τα πράγματα. Τουλάχιστον στην αρχή.

Ανέκαθεν -όπως ήδη προσωπικά εξήγησα- ήμουν προσαρμοστικός. Δεν χρειαζόμουν χρόνο προσαρμογής, ή έστω αξιοσημείωτο χρόνο προσαρμογής. Ύστερα από ταξίδια, με την επιστροφή στην Αθήνα -αν θεωρήσουμε πως αυτή είναι η βάση μου τα τελευταία 5 χρόνια- τα πράγματα έμπαιναν στους κανονικούς τους ρυθμούς.

Το ίδιο αισθανόμουν και 4 κ κάτι μήνες μετά. Το μεγαλύτερο διάστημα που έμεινα μακρια από την Ελλάδα, το σπίτι μου. Ένα διάστημα που έκανα σπίτι μου την Βιέννη, το 5110 στην Molkereistrasse. Που μπήκα σε άλλους ρυθμούς, άλλες γειτονιές, άλλους ανθρώπους.

Σίγουρα χρειάστηκα χρόνο. Για να συνηθίσω να μιλάω πάλι στην καθημερινότητά μου ελληνικά, και να μην λέω excuse me στο supermarket, για να μπορέσω να ξανα-κατατοπιστώ στον ΑΒ της γειτονιάς και να μην τον μπερδέυω με τα billa, για να μην ανοίγω το ντουλάπι μου κάτω από τον νεροχύτη της κουζίνας ψάχνοντας τα σκουπίδια.

Δεν είναι όμως αυτός ο χρόνος που έχει σημασία. Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για ένα μεγάλης διάρκειας jet lag, που δεν οφείλεται στην διαφορά της ώρας αλλά στο μεγάλο του διαστήματος.

Πρέπει να συνηθίσω, λοιπόν, πάλι στο παλιό μου σπίτι, στην παλιά μου γειτονιά, στους ανθρώπους που ήμουν μέχρι 4 κ κάτι μήνες πριν.
Το πρώτο είναι το μοναδικό που δεν χρειάστηκα να εξερευνήσω πάλι από την αρχή. Όπως το βρήκα, έτσι το άφησα, λίγο πιο σκονισμένο, πολύ πιο ζεστό, τέλος.
Η δεύτερη, σε καμία περίπτωση με τον αυστηρό της ορισμό -τα διπλανά σπίτια, τους ανθρώπους που κατοικούν κοντά μου- αλλά περισσότερο ως οι ρυθμοί της πόλης, οι συνήθειες των κατοίκων είναι κάτι που χρειάζεται χρόνο του αλλά είναι, αν μη τι άλλο, διασκεδαστικό. Ούτως ή άλλιως σε αυτή την πόλη έχεις ζήσει τα 5 τελευταία χρόνια, έχει μπει σχεδόν στο πετσί σου, με αυτούς τους ανθρώπους συναναστρέφεσαι, όπως και τα 18 προηγούμενα χρόνια της ζωής σου, όσο μακριά και απο την πρωτεύουσα να μεγάλωσες, τις ίδιες συμπεριφορές αντιμετώπιζες, τις ελληνικές.
Το τρίτο είναι το χειρότερο. Το πιο δύσκολο. Οι άνθρωποι, που ζητούν χρόνο για να τους γνωρίσεις ξανά, από την αρχή. Πόσο και πως έχουν αλλάξει, πόσο και πως έχεις αλλάξει.